- Ούντερβαλντεν
- (Unterwalden). Καντόνι της κεντρικής Ελβετίας, ένα από τα τρία αρχικά (Σβυτς, Ούρι και Ού.), τα οποία, αφού ενώθηκαν σε ομοσπονδία το 1291, αποτέλεσαν την Ελβετική Ομοσπονδία. Ο πληθυσμός είναι γερμανόφωνος.
Πολιτικά το Ο. διαιρείται σε δυο ομόσπονδες πολιτείες ή ημικαντόνια: το Όμπβαλντεν (491 τ. χλμ., 29300 κάτ. με πρωτεύουσα τη Σάρνεν, 8000 κάτ.) και το Νίντβαλντεν (276 τ. χλμ., 32900 κάτ. με πρωτεύουσα τη Στανς, 5 900 κάτ.). Μορφολογικά οι δύο πολιτείες αποτελούν μέρος της αλπικής Ελβετίας: το έδαφος του Όμπβαλντεν αντιστοιχεί σχεδόν εντελώς στη λεκάνη απορροής του Σάρνερ Άα, ποταμού που πηγάζει από τη λίμνη των Τεσσάρων Καντονιών και κατά μεγάλο μέρος από το άνω τμήμα της λεκάνης του Ενγκελμπέργκερ Άα· το έδαφος του Νίντβαλντεν αντιστοιχεί στη μέση και κάτω λεκάνη του Ενγκελμπέγκερ Άα, ποταμού που χύνεται στη λίμνη των Τεσσάρων Καντονιών, αλλά προωθεί την εκροή του προς τα Δ του νοτιοδυτικού βραχίονα της λίμνης αυτής και εκτείνεται στην ανατολική πλευρά του ορεινού συγκροτήματος Πιλάτους (2.129 μ.).
Η οικονομία του Ο. βασίζεται στην κτηνοτροφία βοοειδών, στην καλλιέργεια δημητριακών, πατάτας και κηπευτικών, στις βιομηχανίες γαλακτοκομικών προϊόντων και στην ξυλεία αλλά προπάντων στην καλοκαιρινή και χειμερινή τουριστική κίνηση, στις κυριότερες πόλεις Σάρνεν, Στανς και Ένγκελμπεργκ.
Ούντερβαλντεν: χιονοδρόμοι κοντά στο Ένγκελμπεργκ, πολυσύχναστο σταθμό χειμερινών σπορ. Ο τουρισμός αποτελεί την κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή του Ελβετικού αυτού καντονιού.
Dictionary of Greek. 2013.